ρητινέλαιο

ρητινέλαιο
το, Ν
1. συν. στον πληθ. τα ρητινέλαια
χημ. έλαια προερχόμενα από ξηρά απόσταξη διαφόρων ρητινών
2. (κατά παρετυμολ.) το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + έλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”